εκμαιεύω

εκμαιεύω
εκμαίεψα, εκμαιεύτηκα, μτβ., κατορθώνω με πλάγια μέσα να αποσπάσω μυστικό, ομολογία, υπόσχεση κτλ.: Οι αστυνομικοί εκμαιεύουν την αλήθεια από τους κακοποιούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκμαιεύω — εκμαιεύω, εκμαίευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκμαιεύω — 1. ξεγεννώ επίτοκο 2. με πλάγια μέσα αποσπώ ομολογία ή συγκατάθεση …   Dictionary of Greek

  • μαιεύω — και μαιεύομαι (AM μαιεύομαι) [μαία] 1. (για μαία και μαιευτήρα) βοηθώ επίτοκη να γεννήσει, ξεγεννώ 2. αποσπώ απάντηση ή ομολογία με τη μαιευτική τέχνη τού Σωκράτους, εκμαιεύω μσν. αρχ. μτφ. φέρνω στο φώς, εμφανίζω για πρώτη φορά αρχ. 1. ενεργώ ως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”